ὄναγρος 1
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονάγριον — ὀνάγριον, τὸ (Α) [όναγρος] υποκορ. τού όναγρος … Dictionary of Greek
ὀνάγριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)